Πύθιος — his temple masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πύθιος — α, ο / πύθιος, ία, ον, ΝΑ, κρητ. τ. αρσ. ποίτιος και πύτιος Α [Πυθώ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Πυθώ, τη χώρα γύρω από τους Δελφούς τής Φωκίδας, δελφικός 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Πυθία, στον Πύθιο Απόλλωνα ή στα Πύθια,… … Dictionary of Greek
πύθιος — α, ο βλ. πυθικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πυθιᾶν — Πύθιος his temple masc/fem gen pl (doric) Πῡθιᾶν , Πυθία Pythia fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πυθίαις — Πύθιος his temple fem dat pl Πῡθίαις , Πυθία Pythia fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πυθίαισι — Πύθιος his temple fem dat pl (epic ionic aeolic) Πῡθίαισι , Πυθία Pythia fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πυθίη — Πύθιος his temple fem nom/voc sg (epic ionic) Πῡθίη , Πυθία Pythia fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πυθίην — Πύθιος his temple fem acc sg (epic ionic) Πῡθίην , Πυθία Pythia fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πυθίης — Πύθιος his temple fem gen sg (epic ionic) Πῡθίης , Πυθία Pythia fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πυθίους — Πύθιος his temple masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πύθιαι — Πύθιος his temple fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)